Στις 20 Ιουλίου 1974, πέντε μέρες μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, τουρκικές χερσαίες...
δυνάμεις υποστηριζόμενες από το ναυτικό και την αεροπορία άρχισαν να αποβιβάζονται στις βόρειες ακτές της Κύπρου.
Στις 15 Ιουλίου 1974 εκδηλώθηκε το πραξικόπημα εναντίον του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου που είχε οργανώσει η ελληνική στρατιωτική δικτατορία σε συνεργασία με Ελληνοκύπριους ομοϊδεάτες της.
Την επομένη του πραξικοπήματος η αθηναϊκή εφημερίδα «Εστία», που διέκειτο φιλικά στο δικτατορικό καθεστώς, σχολίασε ότι «ως μεταδίδεται εκ Λευκωσίας», οι κυπριακές ένοπλες δυνάμεις «ανέτρεψαν χθες την πρωίαν τον επίορκον κυβερνήτην της Κύπρου». Το πραξικόπημα είχε εκδηλωθεί «περί την 8ην πρωινήν» με «άγριον βομβαρδισμόν του προεδρικού μεγάρου» κατά τα πρότυπα της ανατροπής του Χιλιανού προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε.
Φυγή στο εξωτερικό
Η κατάσταση στην Κύπρο φαινόταν να ελέγχεται πλήρως από τους πραξικοπηματίες, «πλην μικράς λωρίδος εις την πόλιν της Πάφου, όπου το σουηδικόν τμήμα της διεθνούς ειρηνευτικής δυνάμεως παρέχει άσυλον εις τους εκ Λευκωσίας φυγάδας επιτρέπον και την λειτουργίαν παρανόμου ραδιοφωνικού πομπού».
Το πραξικόπημα επικράτησε τελικά σ' ολόκληρη την Κύπρο, αλλά ο πρόεδρος Μακάριος, παρ' όλη την προσπάθεια εξόντωσής του, κατόρθωσε να διαφύγει στο εξωτερικό.
Η «Εστία» (17 Ιουλίου 1974) σε κύριο άρθρο της, που εξέφραζε τις θέσεις των ηγετικών φιλοδικτατορικών κύκλων στην Ελλάδα και την Κύπρο, κατήγγειλε τον «Μιχάλη Μούσκο» (το κατά κόσμον όνομα του Μακαρίου), που «σύρει τώρα την παναθλίαν ύπαρξίν του εις τους διαδρόμους των διεθνών διπλωματικών μαγειρείων, εκλιπαρών από οιονδήποτε ακόμη και από τους Σλάβους εχθρούς του γένους ή τους μέχρι χθες καννιβάλους της Αφρικής την βοήθειάν των».
Από την πρώτη μέρα εκδήλωσης του πραξικοπήματος στην Κύπρο, νέος «πρόεδρος» στη θέση του Μακαρίου ορκίστηκε, υπό «του τοποτηρητού του αρχιεπισκοπικού θρόνου σεβ. Γενναδίου», ο γνωστός για τις διασυνδέσεις του με την ΕΟΚΑ Β και το ελληνικό δικτατορικό καθεστώς Νίκος Σαμψών, που είχε ακολουθήσει κατά το παρελθόν σκληρή στάση εναντίον των Τουρκοκυπρίων.
Μέχρι σήμερα δεν έχει απαντηθεί με σαφήνεια το ερώτημα: Γιατί έγινε το πραξικόπημα που δίχασε τον Ελληνισμό; Για να επιτευχθεί η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ερήμην της Τουρκίας και των συμμάχων της ή για να επέλθει μια διχοτόμηση, οπότε έπρεπε να κάνουν τα «στραβά» μάτια στις πρώτες αποβατικές κινήσεις των Τούρκων ώστε να λάβουν και εκείνοι το μερίδιό τους; 'Η μήπως απλώς ήταν το αποφασιστικό βήμα για την ανατροπή ενός προέδρου όπως ο Μακάριος, που ανήκε στο χώρο των Αδεσμεύτων, με φιλοαραβικές τάσεις, που δεν ήταν καθόλου αρεστός στους Αμερικανούς, στο ΝΑΤΟ γενικότερα, και στο Ισραήλ λόγω της γνωστής διαμάχης του με τους Αραβες;
Οτι υπήρξε προσυνεννόηση του δικτάτορα Δημ. Ιωαννίδη με τους ισχυρούς φίλους του εκείνης της εποχής για την ανατροπή του Μακαρίου, έχει ομολογηθεί από ανώτατα ηγετικά στελέχη τού τότε στρατοκρατικού καθεστώτος, που δεν έχουν ποτέ διαψευστεί.
Μετά τις 25 Νοεμβρίου 1973, οπότε ανατράπηκε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος από στενούς συνεργάτες και ομοϊδεάτες του, ο νέος ισχυρός άνδρας του δικτατορικού καθεστώτος, ταξίαρχος Δ. Ιωαννίδης, ύστερα από συμφωνία με το σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα Στέισι Χαλς προχώρησε στην εφαρμογή του σχεδίου για την ανατροπή του Μακαρίου στην Κύπρο.
Ο αρχηγός των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων κατά την κρίσιμη εκείνη περίοδο, στρατηγός Γρ. Μπονάνος, έγραψε ότι τις παραμονές του πραξικοπήματος εναντίον του Μακαρίου, ο Ιωαννίδης τού δήλωσε ότι «έχει διαβεβαιώσεις από τη CIA ότι οι Τούρκοι δεν θα επέμβουν». Ο τότε διευθυντής της ΚΥΠ, υποστράτηγος Σταθόπουλος, διασταύρωσε την πληροφορία και είπε στον Μπονάνο ότι «ο εν Αθήναις» σταθμάρχης της CIA του δήλωσε ότι «τώρα είναι η κατάλληλη ευκαιρία διά να επέμβωμεν εις την Κύπρον», αφού «οι Αμερικανοί δεν θέλουν τον Μακάριο στην εξουσία» και σ' αυτήν την προσπάθεια «είναι μαζί μας». Ο Ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας και συνεργάτης της CIA Τομ Πάπας επισκέφθηκε επίσης τον στρατηγό Σταθόπουλο για να εκφράσει την ίδια θέση με το σταθμάρχη της CIA.
Αλλά και ο «Πρόεδρος της Δημοκρατίας» της κρίσιμης περιόδου Νοεμβρίου 1973-Ιουνίου 1974 στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης άφησε την παρακαταθήκη του πριν πεθάνει, λέγοντας ότι «την εμπιστευτική πληροφόρηση για συμφωνία Ιωαννίδη και αρχηγού του κλιμακίου της CIA την πήρα από τον εξ απορρήτων μου ταξίαρχο Αλέξανδρο Γιάννακα, διοικητή των καταδρομών και προσωπικό φίλο του Ιωαννίδη.
»Μάλιστα, με είχε ενημερώσει ο Γιάννακας ότι την ανατροπή του Μακαρίου την έβλεπαν με καλό μάτι οι Αμερικανοί».
Ο στρατηγός Φ. Γκιζίκης, που τόνισε ότι «είναι έτοιμος να δικαστεί» ως ένας εκ των πρωτεργατών του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974, ανέφερε ακόμα ότι ο ταξίαρχος Ιωαννίδης «είχε επαφές και με άλλους ξένους παράγοντες άλλης εθνικότητας», οπωσδήποτε πάντως «συμμαχικούς», «οι οποίοι είχαν κινηθεί να τον προσεγγίσουν για το ίδιο θέμα της ανατροπής του Μακαρίου».
Η επέμβαση
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου ήταν η απαρχή της μεγαλύτερης περιπέτειας του Ελληνισμού μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Στις 20 Ιουλίου 1974, πέντε μέρες μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, τουρκικές χερσαίες δυνάμεις υποστηριζόμενες από το ναυτικό και την αεροπορία άρχισαν να αποβιβάζονται στις βόρειες ακτές της Κύπρου.
Στις 14 Αυγούστου 1974 άρχισε το δεύτερο μέρος της τουρκικής προώθησης στην Κύπρο. Καταλήφθηκε πολύ σύντομα το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας Αμμοχώστου. Η πόλη της Αμμοχώστου αποκλείστηκε, αμέσως μετά την κατάληψή της, με συρματοπλέγματα και τις επιγραφές «απαγορευμένη περιοχή - απαγορεύεται η είσοδος».
Κοντεύουν σχεδόν 40 χρόνια από τότε και η Αμμόχωστος πρέπει να είναι η μοναδική πόλη-φάντασμα στον κόσμο.
Εκείνο το καλοκαίρι του '74 χαράχτηκε για τα καλά στις ψυχές των Κυπρίων.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου