Σε εισαγγελικό κλοιό βρίσκονται οικονοµικοί επιθεωρητές του υπουργείου Οικονοµικών, οι οποίοι φέρονται ότι µε τεχνάσµατα µηδένιζαν οφειλές επιχειρήσεων ζηµιώνοντας – σύµφωνα µε τις πρώτες εκτιµήσεις – ώς και ένα δισ. ευρώ το Ταµείο του ∆ηµοσίου.
Η αξιόποινη δράση των εµπλεκοµένων, η οποία αρχίζει από το 2006, αποκαλύφθηκε ύστερα από καταγγελίες που έφτασαν στη ∆ικαιοσύνη και οδηγούν στην τέλεση σοβαρών κακουργηµατικών πράξεων σε συνδυασµό µε τις επιβαρυντικές διατάξεις του Νόµου 1608/1950 περί καταχραστών του ∆ηµοσίου – προβλέπει ακόµα και ποινή ισόβιας κάθειρξης. Είναι θέµα χρόνου, όπως εκτιµάται, οι περίπου 20 οικονοµικοί επιθεωρητές για τους οποίους διενεργείται προκαταρκτική εξέταση από το Τµήµα Οικονοµικού Εγκλήµατος της Εισαγγελίας να βρεθούν από τη θέση του ελεγκτή στη θέση του ποινικά ελεγχόµενου και µάλιστα µε την ιδιότητα του υπόπτου τέλεσης κακουργηµάτων, όπως αυτό της απιστίας, εις βάρος του ∆ηµοσίου.
Σύµφωνα µε τις καταγγελίες, τα τελευταία χρόνια οι υποψίες του τµήµατος των Αδιάφθορων του υπουργείου Οικονοµικών είχαν στραφεί σε µια συγκεκριµένη οµάδα ελεγκτών, τα µέλη της οποίας όταν αναλάµβαναν να διενεργήσουν επανελέγχους σε διάφορες επιχειρήσεις κατέληγαν να µηδενίζουν τις οφειλές τους προς το ∆ηµόσιο.
Οι επανέλεγχοι αυτοί µάλιστα – κατά τα καταγγελλόµενα από τους Αδιάφθορους – φέρεται ότι κινούνταν σε µια «γκρίζα ζώνη» µεταξύ των ορίων της παρατυπίας και της παρανοµίας. Παρ’ όλα αυτά κατάφερναν όχι µόνο να ξεπερνούν τους σκοπέλους και να κάνουν δεκτές τις σχετικές αιτήσεις των ενδιαφεροµένων αλλά ουσιαστικά να διαγράφουν τα χρέη των επιχειρήσεων που είχαν βεβαιώσει σε προγενέστερο χρονικό διάστηµα κλιµάκια άλλων συναδέλφων τους, ακυρώνοντας τα προηγούµενα πορίσµατα.
Το εντυπωσιακό στοιχείο που έφερε την υπόθεση στη ∆ικαιοσύνη είναι το γεγονός ότι συγκεκριµένα πρόσωπα εµφανίζονται να διενεργούν τις ύποπτες επιθεωρήσεις βγάζοντας... λάδι τους ελεγχόµενους. Από τη δραστηριότητα των οικονοµικών επιθεωρητών – κάποιοι εξακολουθούν να κατέχουν υψηλόβαθµα πόστα και να ασκούν κανονικά τα καθήκοντά τους – το ελληνικό ∆ηµόσιο έχει υποστεί τεράστια οικονοµική ζηµία, η οποία δεν έχει ακόµα αποτιµηθεί αλλά εκτιµάται από στελέχη των Αδιάφθορων ότι µπορεί να ανέρχεται ακόµα και σε ύψος ενός δισ. ευρώ.
Η πρακτική που ακολουθούσαν τα υψηλόβαθµα στελέχη του υπουργείου Οικονοµικών ήταν η εξής: αρχικά έκανε αίτηση ο οφειλέτης που ζητούσε τον επανέλεγχο, στη συνέχεια η Γενική ∆ιεύθυνση της Οικονοµικής Επιθεώρησης την προωθούσε σε συγκεκριµένη οµάδα ελεγκτών – ορίζοντας συγχρόνως και τον οικονοµικό επιθεωρητή που θα είχε την εποπτεία των επανελέγχων.
Οπωςπαρατηρούνστελέχητου υπουργείου Οικονοµικών, οι επίµαχοι επανέλεγχοι αφενός δεν ήταν νόµιµοι και αφετέρου ακόµα και όταν γίνονταν δεν έµπαιναν τελικά στην ουσία. Μάλιστα – κατά τις ίδιες πληροφορίες – οι ελεγκτές υιοθετούσαν σε µεγάλο βαθµό τα επιχειρήµατα των αιτούντων για τη διαγραφή των οφειλών τους, µε αποτέλεσµα να εκδίδονται τελικά εκ διαµέτρου αντίθετα από τα αρχικά πορίσµατα των ελεγκτών του Σ∆ΟΕ.
Παράνοµοι οι έλεγχοι
Πολλοί από τους οφειλέτες που ζητούσαν επανέλεγχο επικαλούνταν το γεγονός ότι για τις αποφάσεις των προστίµων είχαν ασκήσει εµπρόθεσµα προσφυγές. Ειδικά γι’ αυτές τις περιπτώσεις, όπως λένε νοµικοί που χειρίζονται τέτοιες υποθέσεις, δεν χωρεί καµία παρέµβαση επανελέγχου όσο διαρκεί η δικαστική εκκρεµότητα.
Και όταν πια οι βεβαιωµένες παραβάσεις επιστρέφουν στις ∆ΟΥ, εκτελούνται – εκ του νόµου – κανονικά τα µέτρα είσπραξης.
Blogger Comment
Facebook Comment